μάνιτα

μάνιτα
η (Μ μάνιτα)
βλ. μάνητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάνητα — και μάνιτα, η (Μ μάνητα και μάνιτα) 1. οργή, θυμός 2. μανία, λύσσα 3. κακία, μίσος 4. ερωτικό πάθος 5. πολεμικό μένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάνη + κατάλ. ητα (πρβλ. νεότη > νεότητα). Ο τ. με ι κατά το χάριτα] …   Dictionary of Greek

  • μήνις — η (Α μῆνις και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις) σφοδρή και παρατεταμένη οργή, διαρκής θυμός, μάνιτα («μῆνιν ἄειδε, θεά...», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το μένω ή αυτή που συνδέει τη λ. με το μένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”